διάνοιγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάνοιγμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του διανοίγω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάνοιγμα
|