διάπραξις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάπραξῐς αἱ διαπράξεις
      γενική τῆς διαπράξεως τῶν διαπράξεων
      δοτική τῇ διαπράξει ταῖς διαπράξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάπραξῐν τὰς διαπράξεις
     κλητική ! διάπραξῐ διαπράξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαπράξει
γεν-δοτ τοῖν  διαπραξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάπραξις < διαπράττω, θέμα διαπρακ- + -σις > -ξις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διάπραξις, -εως θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]