διάρκεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάρκεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάρκεια < αρχαία ελληνική διαρκής & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική durée [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði̯aɾ.ci.a/ και /ˈðʝaɾ.ci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐άρ‐κει‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάρκεια θηλυκό
- η χρονική συνέχεια κατά την οποία συντελείται κάτι
- ↪ Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είχα πολύ άγχος.
- η έκταση ενός συνεχούς χρονικού διαστήματος
- ↪ Η ταινία έχει διάρκεια 93 λεπτά.
- → δείτε τη λέξη διαρκείας (γενική): που έχει πολλή διάρκεια και δεν έχει ισχύ μόνο για μια φορά
- ↪ εισιτήριο διαρκείας
- (γραμματική) για τους χρόνους του ρήματος που δηλώνουν συνέχεια
- → και δείτε εξακολουθητικός χρόνος
- (μουσική, για νότα ή παύση) αξία
- → και δείτε τον όρο σύζευξη διαρκείας
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάρκεια
[επεξεργασία]
- ↑ διάρκεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' και με λόγια γενική ενικού -ας (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)