διάσκεψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάσκεψη < αρχαία ελληνική διάσκεψις < διασκέπτομαι < διά + σκέπτομαι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική délibération)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.ˈa.scε.psi/ και /ˈðʝa.scε.psi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάσκεψη θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διασκέπτομαι, διά και σκέπτομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάσκεψη
|