διάσπαση μετοχών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάσπαση μετοχών < → δείτε τις λέξεις διάσπαση και μετοχή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική stock split
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
διάσπαση μετοχών
- (οικονομία) η αντικατάσταση μετοχών με περισσότερες ίσης συνολικής ονομαστικής αξίας, όπου μεταβάλλεται μόνο ο αριθμός των μετοχών της εταιρείας, με την συνολική ονομαστική και χρηματιστηριακή αξία να παραμένουν αμετάβλητες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάσπαση μετοχών