διάστιξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάστιξη | οι | διαστίξεις |
γενική | της | διάστιξης* | των | διαστίξεων |
αιτιατική | τη | διάστιξη | τις | διαστίξεις |
κλητική | διάστιξη | διαστίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαστίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάστιξη < (ελληνιστική κοινή) διάστιξις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάστιξη θηλυκό
- δημιουργία σειράς κουκίδων, στιγμάτων, τελειών
- (λόγιο) τατουάζ