διάστιχο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάστιχο < μεσαιωνική ελληνική διάστιχο < δια- + στίχος + -ο < αρχαία ελληνική στίχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steygʰ- (περπατώ, βαδίζω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.sti.xo/ & /ˈðʝa.sti.xo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάστιχο ουδέτερο
- (τυπογραφία) το κενό ανάμεσα σε δύο συνεχόμενες σειρές ενός κειμένου, το μεταξύ τους διάστημα
- (τυπογραφία) ειδικό στοιχείο που χρησιμοποιούν στη στοιχειοθεσία για να μεγαλώνει το διάστημα ανάμεσα σε δύο στοίχους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάστιχο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)