διάστρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάστρωση | οι | διαστρώσεις |
γενική | της | διάστρωσης* | των | διαστρώσεων |
αιτιατική | τη | διάστρωση | τις | διαστρώσεις |
κλητική | διάστρωση | διαστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάστρωση < μεσαιωνική ελληνική διαστρώνω + -ση < ελληνιστική κοινή διαστρώννυμι < αρχαία ελληνική στρώννυμι / στρωννύω / στόρνυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάστρωση θηλυκό
- (λόγιο) η στρώση μιας επιφάνειας με ομοιόμορφο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάστρωση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)