διάφορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διάφορος | η | διάφορη | το | διάφορο |
γενική | του | διάφορου | της | διάφορης | του | διάφορου |
αιτιατική | τον | διάφορο | τη | διάφορη | το | διάφορο |
κλητική | διάφορε | διάφορη | διάφορο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διάφοροι | οι | διάφορες | τα | διάφορα |
γενική | των | διάφορων | των | διάφορων | των | διάφορων |
αιτιατική | τους | διάφορους | τις | διάφορες | τα | διάφορα |
κλητική | διάφοροι | διάφορες | διάφορα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάφορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάφορος
Επίθετο[επεξεργασία]
διάφορος, -η, -ο
- διαφορετικός
- (μαθηματικά) δεν είναι ίσος, ο άνισος και συμβολίζεται: ≠
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάφορος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
διάφορος, -ος, -ον
- διαφορετικός, ανόμοιος, αντίθετος με
- αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κάποιον, ασύμφωνος, ενάντιος, εχθρικός
- διακεκριμένος, αξιοπρόσεκτος, εξαίρετος
- αυτός που σηματοδοτεί τη διαφορά, κερδοφόρος, σύμφορος, σημαντικός
- διφορούμενος, αμφίσημος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- διάφορος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- διάφορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάφορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)