διάφορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάφορος η διάφορη το διάφορο
      γενική του διάφορου της διάφορης του διάφορου
    αιτιατική τον διάφορο τη διάφορη το διάφορο
     κλητική διάφορε διάφορη διάφορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάφοροι οι διάφορες τα διάφορα
      γενική των διάφορων των διάφορων των διάφορων
    αιτιατική τους διάφορους τις διάφορες τα διάφορα
     κλητική διάφοροι διάφορες διάφορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάφορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάφορος

Επίθετο[επεξεργασία]

διάφορος, -η, -ο

  1. διαφορετικός
  2. (μαθηματικά) δεν είναι ίσος, ο άνισος και συμβολίζεται:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διάφορος τὸ διάφορον
      γενική τοῦ/τῆς διαφόρου τοῦ διαφόρου
      δοτική τῷ/τῇ διαφόρ τῷ διαφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν διάφορον τὸ διάφορον
     κλητική ! διάφορε διάφορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διάφοροι τὰ διάφορ
      γενική τῶν διαφόρων τῶν διαφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς διαφόροις τοῖς διαφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διαφόρους τὰ διάφορ
     κλητική ! διάφοροι διάφορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαφόρω τὼ διαφόρω
      γεν-δοτ τοῖν διαφόροιν τοῖν διαφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάφορος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

διάφορος, -ος, -ον

  1. διαφορετικός, ανόμοιος, αντίθετος με
  2. αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κάποιον, ασύμφωνος, ενάντιος, εχθρικός
  3. διακεκριμένος, αξιοπρόσεκτος, εξαίρετος
  4. αυτός που σηματοδοτεί τη διαφορά, κερδοφόρος, σύμφορος, σημαντικός
  5. διφορούμενος, αμφίσημος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]