διάχυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάχυση | οι | διαχύσεις |
γενική | της | διάχυσης & διαχύσεως |
των | διαχύσεων |
αιτιατική | τη | διάχυση | τις | διαχύσεις |
κλητική | διάχυση | διαχύσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάχυση < αρχαία ελληνική διάχυσις < διαχέω < διά + χέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική diffusion)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.ˈa.xi.si/ και /ˈðʝa.xi.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάχυση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαχέω / διαχύνω
- (φυσική) ο διασκορπισμός των ακτίνων (φωτός ή θερμότητας) καθώς ανακλώνται μετά την πρόσκρουσή τους σε μια επιφάνεια
- η αλληλοεισχώρηση υγρών ή αερίων καθώς έρχονται σε επαφή μεταξύ τους
[επεξεργασία]
- διαχύνω
- διαχύσεις
- διαχυτικά
- διαχυτικός
- διαχυτικότητα
- διάχυτος
- → δείτε τις λέξεις διά, χύνω και χέω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
διάχυση στη Βικιπαίδεια