διέλκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διέλκω < δι- + ἕλκω

Ρήμα[επεξεργασία]

διέλκω

  1. διευρύνω, ανοίγω
  2. τραβάω ή σέρνω με τη χρήση κάποιου μέσου
  3. (χρονική διάρκεια) επιμηκύνω, επεκτείνω

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]