διήκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διήκω < διά + ἥκω

Ρήμα[επεξεργασία]

διήκω

  1. προχωρώ, φθάνω από ένα σημείο ως ένα άλλο
    ἡ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν
  2. εξαπλώνομαι
  3. περνώ ενα σημείο