διαβαθμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαβαθμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαβαθμίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
διαβαθμισμένος, -η, -ο
- που έχει διαβαθμιστεί