διαβατήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαβατήριο < αρχαία ελληνική διαβατήρια < επίθετο διαβατήριος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðia.va.ˈti.ɾi.ɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαβατήριο ουδέτερο
- επίσημο ταξιδιωτικό έγγραφο, απαραίτητο για να ταξιδέψει κανείς στο εξωτερικό. Έχει μορφή μικρού βιβλιαρίου και φέρει τη φωτογραφία του κατόχου
- αρμόδιες για την έκδοση και την ανανέωση διαβατηρίων είναι οι αστυνομικές αρχές
- με την κάρτα επιβίβασης στο χέρι προχωρήσαμε για τον έλεγχο διαβατηρίων
- (μεταφορικά) οτιδήποτε επιτρέπει σε κάποιον να εισέλθει σε έναν επαγγελματικό, καλλιτεχνικό κ.λπ χώρο
- ένα πτυχίο δεν είναι απαραίτητα το διαβατήριο για την επιτυχία