διαβατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαβατικός < (ελληνιστική κοινή) διαβατικός < διαβαίνω
Επίθετο[επεξεργασία]
διαβατικός, -ή, ό
- που διέρχεται, που περνάει
- ※ Ένας διαβατικός πελαργός, χτυπημένος, έπεσε πίσω απ' τα χαρακώματά μας, νεκρός. (Γιάννης Σκαρίμπας Φυγή προς τα εμπρός [διήγημα])
- ≈ συνώνυμα: περαστικός
- πρόσκαιρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαβατικός
|