διαβιβάσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διαβιβάσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβιβάζω
  2. θα διαβιβάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβιβάζω