διαβιβάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαβιβάστρια < διαβιβαστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαβιβάστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη διαβιβαστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαβιβάστρια
|