διαβιβαστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαβιβαστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο διαβιβαστικός (διαβιβαστικό έγγραφο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαβιβαστικό ουδέτερο
- έγγραφο το οποίο συνοδεύει άλλα έγγραφα ή αντικείμενα και περιγράφει το προς ποιον απευθύνονται και ποιο θέμα αφορούν τα συνοδευόμενα έντυπα ή υλικά
- στο διαβιβαστικό δεν αναφέρατε πουθενά ότι έπρεπε να κοινοποιηθούν και στη Διεύθυνση Υλικού
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]διαβιβαστικό
- αιτιατική ενικού του διαβιβαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διαβιβαστικός