διαβιβαστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαβιβαστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο διαβιβαστικός (διαβιβαστικό έγγραφο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαβιβαστικό ουδέτερο

  1. έγγραφο το οποίο συνοδεύει άλλα έγγραφα ή αντικείμενα και περιγράφει το προς ποιον απευθύνονται και ποιο θέμα αφορούν τα συνοδευόμενα έντυπα ή υλικά
    στο διαβιβαστικό δεν αναφέρατε πουθενά ότι έπρεπε να κοινοποιηθούν και στη Διεύθυνση Υλικού

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

διαβιβαστικό