Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαβιόω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαβιόω < δια- + βιόω / βιῶ < βίος

διαβιόω

  1. διαβιώνω, ζω
  2. επιβιώνω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]