διαβιόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαβιόω < δια- + βιόω / βιῶ < βίος

Ρήμα[επεξεργασία]

διαβιόω

  1. διαβιώνω, ζω
  2. επιβιώνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]