διαβρογχικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβρογχικός η διαβρογχική το διαβρογχικό
      γενική του διαβρογχικού της διαβρογχικής του διαβρογχικού
    αιτιατική τον διαβρογχικό τη διαβρογχική το διαβρογχικό
     κλητική διαβρογχικέ διαβρογχική διαβρογχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβρογχικοί οι διαβρογχικές τα διαβρογχικά
      γενική των διαβρογχικών των διαβρογχικών των διαβρογχικών
    αιτιατική τους διαβρογχικούς τις διαβρογχικές τα διαβρογχικά
     κλητική διαβρογχικοί διαβρογχικές διαβρογχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαβρογχικός < δια- + βρογχικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transbronchial)

Επίθετο[επεξεργασία]

διαβρογχικός

  • που βρίσκεται ή περνά ανάμεσα από τους βρόγχους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]