διαβρωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
διαβρωτικά < διαβρωτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
διαβρωτικά
- προκαλώντας διάβρωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαβρωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διαβρωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαβρωτικό