διαγένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαγένεση οι διαγενέσεις
      γενική της διαγένεσης* των διαγενέσεων
    αιτιατική τη διαγένεση τις διαγενέσεις
     κλητική διαγένεση διαγενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαγενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαγένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική diagenesis < αρχαία ελληνική διά + αρχαία ελληνική γένεσις < γίγνομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαγένεση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]