διαγνωστικοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.ɣno.stiˈci/ & /ðʝa.ɣno.stiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐γνω‐στι‐κοί
- ομόηχο: διαγνωστική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διαγνωστικοί
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του διαγνωστικός