διαγράφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαγράφω < αρχαία ελληνική διαγράφω < διά + γράφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.ˈɣɾa.fɔ/ και /ðʝa.ˈɣɾa.fɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
διαγράφω, πρτ.: διέγραφα, στ.μέλλ.: θα διαγράψω, αόρ.: διέγραψα, παθ.φωνή: διαγράφομαι, μτχ.π.π.: διαγραμμένος
- σβήνω ένα τμήμα κειμένου είτε τελείως είτε χαράζοντας πάνω του μια οριζόντια γραμμή, ένα Χ ή άλλο σύμβολο
- στερώ από κάποιον την ιδιότητα του μέλους (μιας ένωσης, κόμματος, κοινοβουλευτικής ομάδας κ.λπ.)
- θεωρώ οριστικά χαμένο κάτι και παύω να το διεκδικώ ή να με ενδιαφέρει από άποψη συναισθηματική, οικονομική ή άλλη
- σχηματίζω μια νοητή γραμμή (τροχιά) καθώς κινούμαι
- παρουσιάζω τις βασικές γραμμές ενός σχεδίου
- βλέπε και το παθητικό διαγράφομαι
[επεξεργασία]
- αχνοδιαγράφω
- διαγραφείς
- διαγραφή
- προδιαγραφή
- προδιαγράφω
- → δείτε τις λέξεις διά και γράφω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαγράφω | διέγραφα | θα διαγράφω | να διαγράφω | διαγράφοντας | |
β' ενικ. | διαγράφεις | διέγραφες | θα διαγράφεις | να διαγράφεις | διάγραφε | |
γ' ενικ. | διαγράφει | διέγραφε | θα διαγράφει | να διαγράφει | ||
α' πληθ. | διαγράφουμε | διαγράφαμε | θα διαγράφουμε | να διαγράφουμε | ||
β' πληθ. | διαγράφετε | διαγράφατε | θα διαγράφετε | να διαγράφετε | διαγράφετε | |
γ' πληθ. | διαγράφουν(ε) | διέγραφαν διαγράφαν(ε) |
θα διαγράφουν(ε) | να διαγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέγραψα | θα διαγράψω | να διαγράψω | διαγράψει | ||
β' ενικ. | διέγραψες | θα διαγράψεις | να διαγράψεις | διάγραψε | ||
γ' ενικ. | διέγραψε | θα διαγράψει | να διαγράψει | |||
α' πληθ. | διαγράψαμε | θα διαγράψουμε | να διαγράψουμε | |||
β' πληθ. | διαγράψατε | θα διαγράψετε | να διαγράψετε | διαγράψτε | ||
γ' πληθ. | διέγραψαν διαγράψαν(ε) |
θα διαγράψουν(ε) | να διαγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαγράψει | είχα διαγράψει | θα έχω διαγράψει | να έχω διαγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις διαγράψει | είχες διαγράψει | θα έχεις διαγράψει | να έχεις διαγράψει | έχε διαγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει διαγράψει | είχε διαγράψει | θα έχει διαγράψει | να έχει διαγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαγράψει | είχαμε διαγράψει | θα έχουμε διαγράψει | να έχουμε διαγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε διαγράψει | είχατε διαγράψει | θα έχετε διαγράψει | να έχετε διαγράψει | έχετε διαγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν διαγράψει | είχαν διαγράψει | θα έχουν διαγράψει | να έχουν διαγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διαγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διαγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διαγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διαγραμμένο |