διαδέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διαδέτης | οι | διαδέτες |
γενική | του | διαδέτη | των | διαδετών |
αιτιατική | τον | διαδέτη | τους | διαδέτες |
κλητική | διαδέτη | διαδέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαδέτης < μεσαιωνική ελληνική διαδέτης < αρχαία ελληνική διαδέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαδέτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος) σχοινί με το οποίο δένουμε τις άκρες άλλων σχοινιών (για να τα τραβήξουμε, μαζέψουμε κ.λπ.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δένω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαδέτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)