διαδιεργασιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαδιεργασιακός η διαδιεργασιακή το διαδιεργασιακό
      γενική του διαδιεργασιακού της διαδιεργασιακής του διαδιεργασιακού
    αιτιατική τον διαδιεργασιακό τη διαδιεργασιακή το διαδιεργασιακό
     κλητική διαδιεργασιακέ διαδιεργασιακή διαδιεργασιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαδιεργασιακοί οι διαδιεργασιακές τα διαδιεργασιακά
      γενική των διαδιεργασιακών των διαδιεργασιακών των διαδιεργασιακών
    αιτιατική τους διαδιεργασιακούς τις διαδιεργασιακές τα διαδιεργασιακά
     κλητική διαδιεργασιακοί διαδιεργασιακές διαδιεργασιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαδιεργασιακός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interprocess

Επίθετο[επεξεργασία]

διαδιεργασιακός

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]