διαδιεργασιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαδιεργασιακός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interprocess
Επίθετο[επεξεργασία]
διαδιεργασιακός
- (πληροφορική) οτιδήποτε συμβαίνει μεταξύ διεργασιών
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαδιεργασιακός