Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαδοκίς

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαδοκίς αἱ διαδοκίδες
      γενική τῆς διαδοκίδος τῶν διαδοκίδων
      δοτική τῇ διαδοκίδ ταῖς διαδοκίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διαδοκίδ τὰς διαδοκίδᾰς
     κλητική ! διαδοκίς* διαδοκίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαδοκίδε
γεν-δοτ τοῖν  διαδοκίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαδοκίς < δια- + αρχαία ελληνική δοκ(ός) + -ίς (< δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (δέχομαι, παίρνω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαδοκίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή) στον Ησύχιο