διαδορατισμός
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | διαδορατισμός | οἱ | διαδορατισμοί | ||||
| γενική | τοῦ | διαδορατισμοῦ | τῶν | διαδορατισμῶν | ||||
| δοτική | τῷ | διαδορατισμῷ | τοῖς | διαδορατισμοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | διαδορατισμόν | τοὺς | διαδορατισμούς | ||||
| κλητική ὦ! | διαδορατισμέ | διαδορατισμοί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαδορατισμώ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαδορατισμοῖν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαδορατισμός < διαδορατίζομαι + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαδορατισμός αρσενικό
- η κονταρομαχία
- ※ Πομπῆς κενοσπουδία, ἐπὶ σκηνῆς δράματα, ποίμνια, ἀγέλαι, διαδορατισμοί, κυνιδίοις ὀστάριον ἐῤῥιμμένον, ψωμίον εἰς τὰς τῶν ἰχθύων δεξαμενάς, μυρμήκων ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι, μυιδίων ἐπτοημένων διαδρομαί, σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα. (Μάρκος Αυρήλιος, Τὰ εἰς ἑαυτόν, 7, 2, 2ος αιώνας)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- διαδορατισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Carl Hopf, Γρατιανός Ζώρζες αυθέντης Λευκάδος, ιστορική πραγματεία, μετάφραση Ιωάννης Α. Ρωμανός, με έξοδα Παύλου Λάμπρου, Κέρκυρα, τυπογραφείον η Ιωνία, αδελφών Κάων, 1870, σελ. 25
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -μός (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)