Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαδορατισμός

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαδορατισμός οἱ διαδορατισμοί
      γενική τοῦ διαδορατισμοῦ τῶν διαδορατισμῶν
      δοτική τῷ διαδορατισμ τοῖς διαδορατισμοῖς
    αιτιατική τὸν διαδορατισμόν τοὺς διαδορατισμούς
     κλητική ! διαδορατισμέ διαδορατισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαδορατισμώ
γεν-δοτ τοῖν  διαδορατισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαδορατισμός < διαδορατίζομαι + -μός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαδορατισμός αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Carl Hopf, Γρατιανός Ζώρζες αυθέντης Λευκάδος, ιστορική πραγματεία, μετάφραση Ιωάννης Α. Ρωμανός, με έξοδα Παύλου Λάμπρου, Κέρκυρα, τυπογραφείον η Ιωνία, αδελφών Κάων, 1870, σελ. 25