διαδοχολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαδοχολογία < διάδοχ(ος) + -ο- + -λογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαδοχολογία θηλυκό
- (νεολογισμός, θρησκεία, πολιτική) παρασκηνιακές συζητήσεις και διαβουλεύσεις για τη διαδοχή κάποιου στο αξίωμα που κατέχει
- ※ Η ταχεία φθορά του κυβερνώντος κόμματος, που μετά την επάνοδό του στην εξουσία φάνηκε να ακολουθεί μια «χαμηλή πτήση» και μια μάλλον «άνευρη πολιτική», αναμενόμενη ή όχι μέσα σε ένα κλίμα ανοικτών πια αμφισβητήσεων και εντεινόμενης «διαδοχολογίας» αλλά και των προβλημάτων της υγείας του (πρωθυπουργού) (Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος: 1828-1997, Ελλάδα, εκδ. Ι. Σιδέρης, 1997, σελ. 276)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαδοχολογία
|
Πηγές
[επεξεργασία]- διαδοχολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- διαδοχολογία - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών, Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι, Ακαδημία Αθηνών, Τόμος 9-10, έτος 2009.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)