διαδραστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
διαδραστικά < διαδραστικός < (μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) interactive
Επίρρημα[επεξεργασία]
διαδραστικά
- (νεολογισμός) με διαδραστικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαδραστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διαδραστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαδραστικό