διεπαγγελματικός
(Ανακατεύθυνση από διαεπαγγελματικός)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διεπαγγελματικός < δια- + επαγγελματικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διεπαγγελματικός
- που αφορά ή περιλαμβάνει πολλούς επαγγελματικούς κλάδους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διεπαγγελματικός
|