διαζευγνύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαζευγνύω < αρχαία ελληνική διαζευγνύω / διαζεύγνυμι < διά + ζευγνύω / ζεύγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yewg- (ενώνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
διαζευγνύω
- (αρχαιοπρεπές) χωρίζω, διαχωρίζω, διαλύω
- (αρχαιοπρεπές) (ειδικότερα) δίνω διαζύγιο, χωρίζω αντρόγυνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαζευγνύω
|