διαζώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαζώνω<δια + ζώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

διαζώνω

  1. δένω κάτι με ζώνη
  2. περιβάλλω, περικυκλώνω

Κλίση[επεξεργασία]