διαθήκη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαθήκη | οι | διαθήκες |
γενική | της | διαθήκης | των | διαθηκών |
αιτιατική | τη | διαθήκη | τις | διαθήκες |
κλητική | διαθήκη | διαθήκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαθήκη< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαθήκη. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + -θήκη
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯aˈθi.ci/ & /ðʝaˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐θή‐κη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαθήκη θηλυκό
- (νομικός όρος) έγγραφο που περιλαμβάνει τις τελευταίες επιθυμίες κάποιου καθώς και τον τρόπο που επιθυμεί να μοιραστεί η περιουσία του
- (κατ’ επέκταση) συμβουλή, παραίνεση
- (θρησκεία) → δείτε τη λέξη Διαθήκη: συμφωνία
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία](θρησκεία):
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διαθέτης
- διαθηκογράφος
- διαθηκώος
- → δείτε τις λέξεις διά και θέτω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαθήκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαθήκη | αἱ | διαθῆκαι |
γενική | τῆς | διαθήκης | τῶν | διαθηκῶν |
δοτική | τῇ | διαθήκῃ | ταῖς | διαθήκαις |
αιτιατική | τὴν | διαθήκην | τὰς | διαθήκᾱς |
κλητική ὦ! | διαθήκη | διαθῆκαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαθήκᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαθήκαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαθήκη θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- διαθήκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαθήκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θήκη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θήκη (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα εβραϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)