διαθετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαθετικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
διαθετικός, -ή, -ό
- (ψυχολογία) θυμικός, συναισθηματικός (-ή, -ό), που αναφέρεται ή επιδρά στο/αφορά ή επηρεάζει το συναίσθημα, που αφορά εγκεφαλικούς συναισθηματικούς μηχανισμούς/διεργασίες, που αφορά το μεταιχμιακό σύστημα
- συναισθηματικά φορτισμένος
- ρυθμιστικός, κανονιστικός, διευθετικός
- που διαθέτει κάτι
- (γραμματική) "διαθετικά ρήματα", αυτά που σημαίνουν διάθεση ή κάποια κατάσταση[1]