διαθλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαθλώ < διά + θλῶ (: σπάζω)
Ρήμα[επεξεργασία]
διαθλώ
- σπάζω σε δύο σημεία, χωρίζω στη μέση
- προκαλώ τη διάθλαση μιας δέσμης φωτός, ενός ηχητικού κύματος κ.λπ.
- το φως διαθλάται με το πρίσμα