διαθλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαθλώ < διά + θλῶ (: σπάζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

διαθλώ

το φως διαθλάται με το πρίσμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]