Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
διαιρετός
2 γλώσσες
English
Malagasy
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαιρετ
ός
η
διαιρετ
ή
το
διαιρετ
ό
γενική
του
διαιρετ
ού
της
διαιρετ
ής
του
διαιρετ
ού
αιτιατική
τον
διαιρετ
ό
τη
διαιρετ
ή
το
διαιρετ
ό
κλητική
διαιρετ
έ
διαιρετ
ή
διαιρετ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαιρετ
οί
οι
διαιρετ
ές
τα
διαιρετ
ά
γενική
των
διαιρετ
ών
των
διαιρετ
ών
των
διαιρετ
ών
αιτιατική
τους
διαιρετ
ούς
τις
διαιρετ
ές
τα
διαιρετ
ά
κλητική
διαιρετ
οί
διαιρετ
ές
διαιρετ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
διαιρετός
<
αρχαία ελληνική
διαιρετός
<
διαιρῶ
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
διαιρετός
(για αριθμό ή ποσότητα) που μπορεί να
διαιρεθεί
από κάποιον άλλο χωρίς να αφήσει
υπόλοιπο
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
αδιαίρετος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
διαίρεση
διαιρέσιμος
διαιρετέος
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετότητα
διαιρούμαι
διαιρώ
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
διαιρετός
γαλλικά
:
divisible
(fr)
ισπανικά
:
divisible
(es)
πολωνικά
:
podzielny
(pl)
Κατηγορίες
:
Επέκταση
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
διαιρετός
2 γλώσσες
Προσθήκη θέματος