διαιτήτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαιτήτρια οι διαιτήτριες
      γενική της διαιτήτριας των διαιτητριών
    αιτιατική τη διαιτήτρια τις διαιτήτριες
     κλητική διαιτήτρια διαιτήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαιτήτρια < διαιτη(τής) + -τρια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯eˈti.tɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αι‐τή‐τρι‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαιτήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε διαιτητής

Πηγές[επεξεργασία]

  • «διαιτητής, διαιτήτρια» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)