διαιτητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαιτητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
διαιτητικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχετικός με τη δίαιτα