διαιωνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαιωνίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαιωνίζω < (διά) δι- + αἰωνίζω
- για τη σημασία «αναβάλλω» <σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική verewigen [1]
Ρήμα[επεξεργασία]
διαιωνίζω, αόρ.: διαιώνισα, παθ.φωνή: διαιωνίζομαι, π.αόρ.: διαιωνίστηκα, μτχ.π.π.: διαιωνισμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη αιώνας
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαιωνίζω | διαιώνιζα | θα διαιωνίζω | να διαιωνίζω | διαιωνίζοντας | |
β' ενικ. | διαιωνίζεις | διαιώνιζες | θα διαιωνίζεις | να διαιωνίζεις | διαιώνιζε | |
γ' ενικ. | διαιωνίζει | διαιώνιζε | θα διαιωνίζει | να διαιωνίζει | ||
α' πληθ. | διαιωνίζουμε | διαιωνίζαμε | θα διαιωνίζουμε | να διαιωνίζουμε | ||
β' πληθ. | διαιωνίζετε | διαιωνίζατε | θα διαιωνίζετε | να διαιωνίζετε | διαιωνίζετε | |
γ' πληθ. | διαιωνίζουν(ε) | διαιώνιζαν διαιωνίζαν(ε) |
θα διαιωνίζουν(ε) | να διαιωνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαιώνισα | θα διαιωνίσω | να διαιωνίσω | διαιωνίσει | ||
β' ενικ. | διαιώνισες | θα διαιωνίσεις | να διαιωνίσεις | διαιώνισε | ||
γ' ενικ. | διαιώνισε | θα διαιωνίσει | να διαιωνίσει | |||
α' πληθ. | διαιωνίσαμε | θα διαιωνίσουμε | να διαιωνίσουμε | |||
β' πληθ. | διαιωνίσατε | θα διαιωνίσετε | να διαιωνίσετε | διαιωνίστε | ||
γ' πληθ. | διαιώνισαν διαιωνίσαν(ε) |
θα διαιωνίσουν(ε) | να διαιωνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαιωνίσει | είχα διαιωνίσει | θα έχω διαιωνίσει | να έχω διαιωνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαιωνίσει | είχες διαιωνίσει | θα έχεις διαιωνίσει | να έχεις διαιωνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαιωνίσει | είχε διαιωνίσει | θα έχει διαιωνίσει | να έχει διαιωνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαιωνίσει | είχαμε διαιωνίσει | θα έχουμε διαιωνίσει | να έχουμε διαιωνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαιωνίσει | είχατε διαιωνίσει | θα έχετε διαιωνίσει | να έχετε διαιωνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαιωνίσει | είχαν διαιωνίσει | θα έχουν διαιωνίσει | να έχουν διαιωνίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάνω να διαρκεί πολύ, όπως ένας αιώνας
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ διαιωνίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- διαιωνίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)