διακήρυξις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διακήρυξῐς | αἱ | διακηρύξεις | ||||
γενική | τῆς | διακηρύξεως | τῶν | διακηρύξεων | ||||
δοτική | τῇ | διακηρύξει | ταῖς | διακηρύξεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διακήρυξῐν | τὰς | διακηρύξεις | ||||
κλητική ὦ! | διακήρυξῐ | διακηρύξεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διακηρύξει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διακηρυξέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακήρυξις < διακηρύσσω / διακηρύττω, διακηρυκ- + -σις > -ξις. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + αρχαία ελληνική κήρυξις.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διακήρυξις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- δημοπρασία, πώληση με πλειστηριασμό (απαντά σε glossa)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διακηρύσσω, διά και κῆρυξ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- και στην καθαρεύουσα διακήρυξις: η διακήρυξη
Πηγές[επεξεργασία]
- διακήρυξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ξις (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από την ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)