Μετάβαση στο περιεχόμενο

διακανονισμός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διακανονισμός οι διακανονισμοί
      γενική του διακανονισμού των διακανονισμών
    αιτιατική τον διακανονισμό τους διακανονισμούς
     κλητική διακανονισμέ διακανονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διακανονισμός < διακανονίζω, διακανονισ- + -μός[1] < δια- + κανονίζω < αρχαία ελληνική κανονίζω < κανών

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði̯a.ka.no.niˈzmos/ και /ðʝa.ka.no.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακανονισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διακανονισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]