διακατέχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακατέχω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακατέχω[1] < διά + κατέχω (< κατά + ἔχω). Αναλύεται σε δια- + κατ- + έχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.kaˈte.xo/ & /ðʝa.kaˈte.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κα‐τέ‐χω
Ρήμα[επεξεργασία]
διακατέχω, πρτ.: διακατείχα, παθ.φωνή: διακατέχομαι, π.πρτ.: διακατεχόμουν
- (μεταφορικά) καταλαμβάνω την ψυχή κάποιου (για συναισθήματα)
- ↪ διακατέχομαι από φόβο
- (λόγιο) κατέχω πλήρως
Κλίση[επεξεργασία]
Ο παρατατικός και σε χρήση αορίστου.
Ενεργητική φωνή:
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | διακατέχω | διακατείχα | θα διακατέχω | να διακατέχω | διακατέχοντας | |
β' ενικ. | διακατέχεις | διακατείχες | θα διακατέχεις | να διακατέχεις | διακάτεχε | |
γ' ενικ. | διακατέχει | διακατείχε | θα διακατέχει | να διακατέχει | ||
α' πληθ. | διακατέχουμε | διακατείχαμε | θα διακατέχουμε | να διακατέχουμε | ||
β' πληθ. | διακατέχετε | διακατείχατε | θα διακατέχετε | να διακατέχετε | διακατέχετε | |
γ' πληθ. | διακατέχουν(ε) | διακατείχαν διακατείχαν(ε) |
θα διακατέχουν(ε) | να διακατέχουν(ε) |
Παθητική φωνή:
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | διακατέχομαι | διακατεχόμουν(α) | θα διακατέχομαι | να διακατέχομαι | ||
β' ενικ. | διακατέχεσαι | διακατεχόσουν(α) | θα διακατέχεσαι | να διακατέχεσαι | ||
γ' ενικ. | διακατέχεται | διακατεχόταν(ε) | θα διακατέχεται | να διακατέχεται | ||
α' πληθ. | διακατεχόμαστε | διακατεχόμαστε διακατεχόμασταν |
θα διακατεχόμαστε | να διακατεχόμαστε | ||
β' πληθ. | διακατέχεστε | διακατεχόσαστε διακατεχόσασταν |
θα διακατέχεστε | να διακατέχεστε | διακατέχεστε | |
γ' πληθ. | διακατέχονται | διακατέχονταν διακατεχόντουσαν |
θα διακατέχονται | να διακατέχονται |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ διακατέχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλειπτικά ρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)