διακείμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακείμενος η διακείμενη το διακείμενο
      γενική του διακείμενου της διακείμενης του διακείμενου
    αιτιατική τον διακείμενο τη διακείμενη το διακείμενο
     κλητική διακείμενε διακείμενη διακείμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακείμενοι οι διακείμενες τα διακείμενα
      γενική των διακείμενων των διακείμενων των διακείμενων
    αιτιατική τους διακείμενους τις διακείμενες τα διακείμενα
     κλητική διακείμενοι διακείμενες διακείμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακείμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακείμενος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯aˈci.me.nos/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐κεί‐με‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

διακείμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διακείμενος διακειμένη τὸ διακείμενον
      γενική τοῦ διακειμένου τῆς διακειμένης τοῦ διακειμένου
      δοτική τῷ διακειμέν τῇ διακειμέν τῷ διακειμέν
    αιτιατική τὸν διακείμενον τὴν διακειμένην τὸ διακείμενον
     κλητική ! διακείμενε διακειμένη διακείμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διακείμενοι αἱ διακείμεναι τὰ διακείμεν
      γενική τῶν διακειμένων τῶν διακειμένων τῶν διακειμένων
      δοτική τοῖς διακειμένοις ταῖς διακειμέναις τοῖς διακειμένοις
    αιτιατική τοὺς διακειμένους τὰς διακειμένᾱς τὰ διακείμεν
     κλητική ! διακείμενοι διακείμεναι διακείμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διακειμένω τὼ διακειμέν τὼ διακειμένω
      γεν-δοτ τοῖν διακειμένοιν τοῖν διακειμέναιν τοῖν διακειμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

διακείμενος, -η, -ον (μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα)

  • μετοχή ενεστώτα του μεσοπαθητικού ρήματος διάκειμαι
    ※  4ος↑ αιώνας Δημοσθένης, Κατ’ Ἀριστογείτονος α′, 10 @perseus.tufts.edu
    καὶ τὰ προειμένα πόρρω καὶ πολὺν ἤδη χρόνον αἰσχρῶς καὶ κακῶς ὑπὸ τούτων διακείμενα βελτίω ποιῆσαι, πάντα τὰ τοιαῦτʼ ἔθη παριδόντας ὑμᾶς τήμερον ὀρθῶς δεῖ δικάσαι
    λείπει η μετάφραση
    ※  6ος↑ αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Κορώνη καὶ κύων, 129.1
    «ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦτο αὐτῇ θύω, διότι οἶδα αὐτὴν ἀπεχθῶς διακειμένην, ἵνα διαλλαγῇ μοι».
    «[Βρε χρυσέ μου], για αυτόν ακριβώς τον λόγο της προσφέρω θυσία και εγώ. Ξέρω ότι με απεχθάνεται, και θέλω να την κάνω να συμφιλιωθεί μαζί μου».
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Η κουρούνα και ο σκύλος.