διακεκαυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακεκαυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διακαίω
Μετοχή[επεξεργασία]
διακεκαυμένος, -η, -ο
- το μέρος όπου επικρατεί υπερβολική, διάπυρη ζέστη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- διακεκαυμένη ζώνη: περιοχή από τον ισημερινό έως τους αντίστοιχους τροπικούς του Αιγόκερου και του Καρκίνου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακεκαυμένος
|