διακεκριμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακεκριμένος < από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος διακρίνομαι.
Μετοχή[επεξεργασία]
διακεκριμένος αρσενικό, διακεκριμένη θηλυκό, διακεκριμένο ουδέτερο
- που έχει διακριθεί σε κάποιον επαγγελματικό, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό τομέα, που ξεχωρίζει για την προσφορά του και έχει αποσπάσει διακρίσεις γι' αυτήν.
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακεκριμένος