διακηρύττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακηρύττω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακηρύττω, αττικός τύποςδιακηρύσσω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈɾi.to/, στην καθαρεύουσα: /ði.a.ciˈɾi.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κη‐ρύσ‐σω

Ρήμα[επεξεργασία]

διακηρύττω



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

διακηρύττω

Πηγές[επεξεργασία]