διακινήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακινήτρια < διακινητ(ή) + -τρια
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈni.tɾi.a/ & /ðʝa.ciˈni.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κι‐νή‐τρι‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διακινήτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του διακινητής