διακοινώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανακοινώνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακοινώνω < δια- + κοινός + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική communiquer)

Ρήμα[επεξεργασία]

διακοινώνω (παθητική φωνή: διακοινώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]