διακομματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακομματικός < διά + κομματικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διακομματικός, -ή, -ό
- που συμβαίνει με τη συμμετοχή πολλών πολιτικών κομμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακομματικός